- ἐναρίμβροτος
- ἐνᾰρίμβροτος, -ον1 man-slaying
ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα P. 6.30
μάχας ἐναριμβρότου I. 8.53
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα P. 6.30
μάχας ἐναριμβρότου I. 8.53
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εναρίμβροτος — ἐναρίμβροτος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.) 2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ἐναρίμβροτος — man slaying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρίμβροτον — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem acc sg ἐναρίμβροτος man slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναριμβρότου — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek